θεατροκυνηγέσιον

θεατροκυνηγέσιον
θεατροκυνηγέσιον και θεατροκυνήγιον, τὸ (Μ)
αγώνας ζώων ή θηριομαχία μέσα στο αμφιθέατρο, στην αρένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κυνηγέσιον).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θεατροκυνηγέσια — θεατροκυνηγέσιον beast hunts in the amphitheatre neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”